Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to propitiate
01
εξευμενίζω, κατευνάζω
to bring an end to the anger of a person, ghost, spirit, or god by pleasing them
Παραδείγματα
The villagers offered sacrifices to propitiate the gods during the drought.
Οι χωρικοί προσέφεραν θυσίες για να εξευμενίσουν τους θεούς κατά τη διάρκεια της ανομβρίας.
He tried to propitiate his angry boss with a heartfelt apology and a thoughtful gift.
Προσπάθησε να κατευνάσει το θυμωμένο αφεντικό του με μια ειλικρινή συγγνώμη και ένα δώρο που είχε σκεφτεί.
Λεξικό Δέντρο
propitiation
propitiative
propitiatory
propitiate
propiti



























