
Αναζήτηση
preliminary
01
προκαταρκτικός, προκαταρκτική
occurring before a more important thing, particularly as an act of introduction
Example
The preliminary investigation revealed important evidence for further examination.
Η προκαταρκτική εξέταση αποκάλυψε σημαντικά στοιχεία για περαιτέρω εξέταση.
The preliminary results of the study suggest a need for further research.
Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της μελέτης υποδηλώνουν την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα.
Preliminary
Example
The boxer won the preliminary, earning a spot in the championship fight.
Ο πυγμάχος κέρδισε τον προκριματικό αγώνα, κερδίζοντας μια θέση στον πρωταθληματικό αγώνα.
The team performed well in the preliminaries, securing their place in the finals.
Η ομάδα τα πήγε καλά στους προκριματικούς αγώνες, εξασφαλίζοντας τη θέση της στους τελικούς.
Example
The meeting was just a preliminary to discuss the project ’s overall strategy.
Η συνάντηση ήταν απλώς μια προκαταρκτική για να συζητήσουμε τη συνολική στρατηγική του έργου.
He completed all the preliminaries before officially starting the new job.
Ολοκλήρωσε όλες τις προκαταρκτικές διαδικασίες πριν ξεκινήσει επίσημα τη νέα δουλειά.

Συναφή Λέξεις