Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Prelacy
01
πρελατία, εκκλησιαστική αξία
the office or the rank of a priest or a member of the clergy
02
πρελατία, συλλογικότητα των πρελατών
prelates collectively
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πρελατία, εκκλησιαστική αξία
πρελατία, συλλογικότητα των πρελατών