Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to prejudice
01
προκατακρίνω, επηρεάζω αρνητικά
to unfairly influence someone's opinion or judgment about someone or something
Transitive: to prejudice sb/sth
Παραδείγματα
Her negative experiences prejudiced her against people from that particular ethnicity.
Οι αρνητικές της εμπειρίες την προκατέστησαν εναντίον ανθρώπων αυτής της συγκεκριμένης εθνικότητας.
It 's important not to let personal biases prejudice your judgment when evaluating others.
Είναι σημαντικό να μην αφήνετε τις προσωπικές προκαταλήψεις να προκαταλάβουν την κρίση σας κατά την αξιολόγηση άλλων.
02
βλάπτω, ζημιώνω
to harm or reduce someone's chances, prospects, or standing
Transitive: to prejudice an opportunity or prospect
Παραδείγματα
The false rumors prejudiced her reputation in the workplace.
Οι ψευδείς φήμες προκάλεσαν ζημία στη φήμη της στον εργασιακό χώρο.
His prior conviction prejudiced his chances of finding a new job.
Η προηγούμενη καταδίκη του προκατειλημμένα επηρέασε τις πιθανότητές του να βρει νέα δουλειά.
Prejudice
Παραδείγματα
His remarks revealed a deep-seated prejudice against immigrants.
Οι παρατηρήσεις του αποκάλυψαν μια βαθιά ριζωμένη προκατάληψη κατά των μεταναστών.
The organization works to combat racial prejudice and discrimination.
Ο οργανισμός εργάζεται για την καταπολέμηση των φυλετικών προκαταλήψεων και της διακρίσεως.
02
προκατάληψη, ζημία
damage done to someone because of unfair ideas or beliefs about them
Παραδείγματα
They worked to stop any prejudice in how people are treated in school.
Δούλεψαν για να σταματήσουν οποιαδήποτε προκατάληψη στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι στο σχολείο.
The new law was made to stop any prejudice against certain people.
Ο νέος νόμος δημιουργήθηκε για να σταματήσει οποιαδήποτε προκατάληψη εναντίον ορισμένων ανθρώπων.
Λεξικό Δέντρο
prejudiced
prejudice



























