practically
prac
ˈpræk
πραικ
ti
τι
ca
κα
lly
li
λι
British pronunciation
/pɹˈæktɪkli/

Ορισμός και σημασία του "practically"στα αγγλικά

practically
01

πρακτικά, σχεδόν

to an almost complete degree
practically definition and meaning
example
Παραδείγματα
After months of practice, she was practically fluent in the new language.
Μετά από μήνες εξάσκησης, ήταν πρακτικά άπταιστη στη νέα γλώσσα.
The project was practically finished; only a few details remained.
Το έργο ήταν πρακτικά ολοκληρωμένο· έμεναν μόνο μερικές λεπτομέρειες.
02

πρακτικά, με πρακτικό τρόπο

in a practical manner
03

πρακτικά, στην πράξη

in effect, though not officially or exactly so
example
Παραδείγματα
He was practically the boss during the manager's absence.
Ήταν πρακτικά το αφεντικό κατά την απουσία του διευθυντή.
They live practically next door to each other.
Ζουν πρακτικά δίπλα-δίπλα.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store