Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Practicality
01
πρακτικότητα, χρησιμότητα
the quality of being realistic and practical rather than ideal or theoretical
Παραδείγματα
The design 's practicality was more important than its aesthetic appeal.
Η πρακτικότητα του σχεδίου ήταν πιο σημαντική από την αισθητική του έκφραση.
The engineer emphasized the practicality of the materials chosen for the project.
Ο μηχανικός τόνισε την πρακτικότητα των υλικών που επιλέχθηκαν για το έργο.
02
πρακτικότητα, χρησιμότητα
the quality that makes something suitable or likely to succeed
Λεξικό Δέντρο
impracticality
practicality
practical
practice



























