Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
practical
01
πρακτικός, αποτελεσματικός
(of a method, idea, or plan) likely to be successful or effective
Παραδείγματα
The engineer proposed a practical solution to the problem.
Ο μηχανικός πρότεινε μια πρακτική λύση στο πρόβλημα.
Her practical approach to time management helped her stay organized.
Η πρακτική προσέγγισή της στη διαχείριση του χρόνου τη βοήθησε να παραμείνει οργανωμένη.
02
πρακτικός, λειτουργικός
focused on actions and real-life use, rather than on just ideas or theories
Παραδείγματα
The course focused on practical skills such as problem-solving and decision-making.
Το μάθημα επικεντρώθηκε σε πρακτικές δεξιότητες όπως η επίλυση προβλημάτων και η λήψη αποφάσεων.
She gained practical experience through internships during her college years.
Απέκτησε πρακτική εμπειρία μέσω πρακτικής άσκησης κατά τη διάρκεια των χρόνων του κολεγίου της.
03
πρακτικός, λειτουργικός
having a design or use that effectively serves a specific need
Παραδείγματα
She wore practical shoes for the long hike.
Φόρεσε πρακτικά παπούτσια για τη μεγάλη πεζοπορία.
They chose practical furniture that was both comfortable and durable.
Επέλεξαν πρακτικά έπιπλα που ήταν άνετα και ανθεκτικά.
04
πρακτικός, λειτουργικός
being actually such in almost every respect
Παραδείγματα
She ’s very practical and always finds solutions that work in real life.
Είναι πολύ πρακτική και βρίσκει πάντα λύσεις που λειτουργούν στην πραγματική ζωή.
His practical approach helped us save time and money on the project.
Η πρακτική του προσέγγιση μας βοήθησε να εξοικονομήσουμε χρόνο και χρήματα στο έργο.
Λεξικό Δέντρο
impractical
practicality
practically
practical
practice



























