Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
practicable
01
εφικτός, πρακτικός
able to be done or put into practice effectively
Παραδείγματα
The proposed solution is practicable given the current budget and resources.
Η προτεινόμενη λύση είναι εφαρμόσιμη δεδομένου του τρέχοντος προϋπολογισμού και των πόρων.
The road repair plan is ambitious but still practicable with proper scheduling.
Το σχέδιο επισκευής του δρόμου είναι φιλόδοξο αλλά ακόμα εφαρμόσιμο με κατάλληλο προγραμματισμό.
02
εφαρμόσιμος, χρησιμοποιήσιμος
usable for a specific purpose
Λεξικό Δέντρο
impracticable
practicability
practicableness
practicable
practice



























