Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pleasant-tasting
/plˈɛzənttˈeɪstɪŋ/
/plˈɛzənttˈeɪstɪŋ/
pleasant-tasting
01
ευχάριστος στη γεύση, γευστικός
enjoyable or agreeable to the taste
Παραδείγματα
The fruit salad was refreshing and pleasant-tasting, perfect for a summer day.
Η φρουτοσαλάτα ήταν δροσιστική και ευχάριστης γεύσης, ιδανική για μια καλοκαιρινή μέρα.
She found the new herbal tea to be both soothing and pleasant-tasting.
Βρήκε ότι το νέο τσάι βοτάνων ήταν και καταπραϋντικό και ευχάριστο στη γεύση.



























