Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
delectable
01
νόστιμος, εξαίσιος
tasting or smelling very good
Παραδείγματα
The chocolate truffles were absolutely delectable, melting in my mouth.
Τα σοκολατένια τρούφες ήταν απολύτως νόστιμα, λιώνουν στο στόμα μου.
My grandmother 's homemade cookies were always a delectable treat whenever I visited her.
Τα σπιτικά μπισκότα της γιαγιάς μου ήταν πάντα μια νόστιμη απόλαυση όποτε την επισκεπτόμουν.
02
νόστιμος, γοητευτικός
(of a person) having qualities that are highly attractive
Παραδείγματα
The actor 's delectable smile captivated the audience throughout the film.
Το γοητευτικό χαμόγελο του ηθοποιού γοήτευσε το κοινό καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας.
She had a delectable charm that made everyone want to be around her.
Είχε μια νόστιμη γοητεία που έκανε όλους να θέλουν να είναι κοντά της.
Λεξικό Δέντρο
delectability
delectable
delect



























