Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
plainly
01
σαφώς, εμφανώς
in a way that is easily noticeable or evident
Παραδείγματα
The mistake was plainly visible in the final report.
Το λάθος ήταν ξεκάθαρα ορατό στην τελική αναφορά.
His disappointment was plainly expressed through his facial expressions.
Η απογοήτευσή του ξεκάθαρα εκφράστηκε μέσα από τις εκφράσεις του προσώπου του.
Λεξικό Δέντρο
plainly
plain



























