Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
manifestly
01
εκδηλωτικά, σαφώς
in a clear, obvious, or unmistakable manner
Παραδείγματα
Despite his attempts to conceal it, his excitement was manifestly visible in his beaming smile.
Παρά τις προσπάθειές του να το κρύψει, ο ενθουσιασμός του ήταν εμφανώς ορατός στο λαμπερό του χαμόγελο.
The improvement in air quality was manifestly noticeable after the implementation of stricter environmental regulations.
Η βελτίωση της ποιότητας του αέρα ήταν εκδηλωτικά αισθητή μετά την εφαρμογή αυστηρότερων περιβαλλοντικών κανονισμών.
Λεξικό Δέντρο
manifestly
manifest



























