Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
obviously
01
προφανώς, εμφανώς
in a way that is easily understandable or noticeable
Παραδείγματα
The sun was setting, so obviously, it was getting darker outside.
Ο ήλιος έδυε, οπότε προφανώς, έγινε σκοτεινότερα έξω.
She did n't study for the exam, and obviously, her performance reflected that.
Δεν μελέτησε για τις εξετάσεις, και προφανώς, η απόδοσή της το αντικατόπτρισε.
Λεξικό Δέντρο
obviously
obvious



























