Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
patently
01
εμφανώς, καταφανώς
in a way that is clearly and easily recognizable
Παραδείγματα
The error in the report was patently obvious and needed immediate correction.
Το λάθος στην αναφορά ήταν εμφανώς προφανές και χρειαζόταν άμεση διόρθωση.
His enthusiasm for the project was patently visible in his energetic presentation.
Ο ενθουσιασμός του για το έργο ήταν εμφανώς ορατός στην ενεργητική του παρουσίαση.
Λεξικό Δέντρο
patently
patent



























