Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
plaintive
01
θλιμμένος, μελαγχολικός
showing sadness, typically in a mild manner
Παραδείγματα
She gave a plaintive sigh as she looked out the window.
Έβγαλε ένα θλιμμένο αναστεναγμό καθώς κοιτούσε έξω από το παράθυρο.
The plaintive melody of the song brought tears to their eyes.
Η θλιμμένη μελωδία του τραγουδιού έφερε δάκρυα στα μάτια τους.
Λεξικό Δέντρο
plaintively
plaintiveness
plaintive



























