LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Plaguy
/plˈaɡaɪ/
/plˈæɡaɪ/
plaguey
Adjective (1)
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "plaguy"
plaguy
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
causing irritation or annoyance
plaguy
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a disagreeable manner
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
plaguily
plaguey
plague spot
plague pneumonia
plague
plaice
plaid
plain
plain as a pikestaff
plain as the nose on face
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App