Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
annoying
01
ενοχλητικός, εκνευριστικός
causing slight anger
Παραδείγματα
The annoying sound of construction outside disrupted her concentration.
Ο ενοχλητικός ήχος της κατασκευής έξω διέκοψε τη συγκέντρωσή της.
The annoying habit of tapping his foot constantly during the meeting distracted everyone.
Η ενοχλητική συνήθεια του να χτυπά συνεχώς το πόδι του κατά τη διάρκεια της συνάντησης αποσπούσε την προσοχή όλων.
Annoying
Παραδείγματα
The constant noise from traffic became a source of annoying for the residents.
Ο συνεχής θόρυβος από την κυκλοφορία έγινε πηγή ενόχλησης για τους κατοίκους.
His lateness was an annoying to everyone in the group.
Η αργοπορία του ήταν ενοχλητική για όλους στην ομάδα.
Λεξικό Δέντρο
annoyingly
annoying
annoy



























