Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
maddening
01
εκνευριστικός, ενοχλητικός
causing intense frustration or irritation
Παραδείγματα
The maddening noise from the construction site kept her up all night.
Ο εκνευριστικός θόρυβος από το εργοτάξιο την κράτησε ξύπνια όλη τη νύχτα.
His maddening habit of interrupting made conversations unbearable.
Η εκνευριστική συνήθειά του να διακόπτει έκανε τις συζητήσεις αφόρητες.
Λεξικό Δέντρο
maddening
madden
mad



























