Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bothersome
01
ενοχλητικός, ενοχλητικός
causing persistent irritation or disturbance
Παραδείγματα
The bothersome traffic made them late for the meeting.
Η ενοχλητική κυκλοφορία τους έκανε να αργήσουν στη συνάντηση.
His bothersome attitude made the situation more stressful.
Η ενοχλητική του συμπεριφορά έκανε την κατάσταση πιο αγχωτική.



























