LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Irritating
/ˈɪɹɪtˌeɪtɪŋ/
/ˈɪɹəˌteɪtɪŋ/
Adjective (3)
Ορισμός και Σημασία του "irritating"
irritating
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
ενοχλητικός
causing annoyance, frustration, or displeasure
annoying
bothersome
galling
nettlesome
pesky
02
εκνευριστικό
causing physical discomfort
painful
03
εκνευριστικό
(used of physical stimuli) serving to stimulate or excite
irritative
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App