Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
irritating
01
ενοχλητικός, εκνευριστικός
causing annoyance or displeasure
Παραδείγματα
The constant noise from construction work outside was irritating to the residents.
Ο συνεχής θόρυβος από τις εργασίες κατασκευής έξω ήταν ενοχλητικός για τους κατοίκους.
Her persistent and irrelevant questions became increasingly irritating during the presentation.
Οι επίμονες και άσχετες ερωτήσεις της έγιναν όλο και πιο ενοχλητικές κατά τη διάρκεια της παρουσίασης.
Παραδείγματα
The irritating itch on his arm made it hard to concentrate.
Ο ενοχλητικός κνησμός στο χέρι του έκανε δύσκολη τη συγκέντρωση.
The irritating pressure in his eyes was caused by lack of sleep.
Η ενοχλητική πίεση στα μάτια του προκλήθηκε από έλλειψη ύπνου.
03
ερεθιστικός
(used of physical stimuli) serving to stimulate or excite
Λεξικό Δέντρο
irritatingly
irritating
irritate
irrit



























