Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
plaguy
01
ενοχλητικός, ενοχλητικός
annoying or troublesome in a persistent way
Παραδείγματα
The plaguey mosquitoes made it impossible to enjoy the evening outdoors.
Τα ενοχλητικά κουνούπια έκαναν αδύνατο να απολαύσει κανείς το βράδυ στο ύπαιθρο.
He could n't get rid of the plaguey cold that had been bothering him for days.
Δεν μπορούσε να απαλλαγεί από το ενοχλητικό κρυολόγημα που τον ταλαιπωρούσε για μέρες.
plaguy
01
ενοχλητικά, δυσάρεστα
in a disagreeable manner
Λεξικό Δέντρο
plaguily
plaguy
plague



























