Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pissed
01
θυμωμένος, εκνευρισμένος
very angry or fed up with something
Παραδείγματα
She was pissed when her phone battery died in the middle of an important call.
Ήταν θυμωμένη όταν η μπαταρία του τηλεφώνου της έληξε στη μέση μιας σημαντικής κλήσης.
He was pissed when he discovered his wallet was missing.
Ήταν θυμωμένος όταν ανακάλυψε ότι το πορτοφόλι του έλειπε.
02
μεθυσμένος, μπουχτισμένος
highly intoxicated from alcohol
Παραδείγματα
He got totally pissed at the club last night.
Ήταν εντελώς μεθυσμένος στο κλαμπ χθες το βράδυ.
They were so pissed they could barely stand.
Ήταν τόσο μεθυσμένοι που μόλις και μετά βίας μπορούσαν να σταθούν.
Λεξικό Δέντρο
pissed
piss



























