piscivorous
pisc
pɪs
πισ
i
ˈɪ
ι
vo
βα
rous
rəs
ρασ
British pronunciation
/pɪsˈɪvəɹəs/

Ορισμός και σημασία του "piscivorous"στα αγγλικά

piscivorous
01

ιχθυοφάγος, που τρέφεται κυρίως με ψάρια

feeding primarily on fish
Wiki
example
Παραδείγματα
The osprey is a piscivorous bird, known for its exceptional fishing skills.
Ο ψαραετός είναι ένα ιχθυοφάγο πτηνό, γνωστό για τις εξαιρετικές του ικανότητες στην αλιεία.
Piscivorous mammals, such as seals and dolphins, rely on a diet mainly composed of fish.
Τα ιχθυοφάγα θηλαστικά, όπως οι φώκιες και τα δελφίνια, βασίζονται σε μια δίαιτα που αποτελείται κυρίως από ψάρια.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store