Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
blotto
01
μεθυσμένος, μπουρδελο
so drunk that one loses control or awareness.
Παραδείγματα
He was completely blotto after the fifth round of drinks.
Ήταν εντελώς μεθυσμένος μετά το πέμπτο γύρο ποτών.
They found him blotto and asleep on the couch.
Τον βρήκαν μεθυσμένο και κοιμισμένο στον καναπέ.



























