parsimonious
par
ˌpɑr
παρ
si
σα
mo
ˈmoʊ
μου
nious
niəs
νιασ
British pronunciation
/pˌɑːsɪmˈə‍ʊnɪəs/

Ορισμός και σημασία του "parsimonious"στα αγγλικά

parsimonious
01

φειδωλός, τσιγκούνης

spending money very reluctantly
example
Παραδείγματα
Critics argued the government had grown too parsimonious in funding for education and social programs.
Οι κριτικοί υποστήριξαν ότι η κυβέρνηση είχε γίνει πολύ φειδωλή στη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης και των κοινωνικών προγραμμάτων.
Grandma was known for her parsimonious ways, rarely spending money even on herself.
Η γιαγιά ήταν γνωστή για τους φειδωλούς τρόπους της, σπάνια ξοδεύοντας χρήματα ακόμα και για τον εαυτό της.

Λεξικό Δέντρο

parsimoniousness
parsimonious
parsimony
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store