Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
miserly
01
τσιγκούνης, φιλάργυρος
having an extreme reluctance to spend money or resources
Παραδείγματα
The miserly customer complained about the cost of every item, even in a discount store.
Ο τσιγκούνης πελάτης παραπονέθηκε για το κόστος κάθε είδους, ακόμα και σε ένα κατάστημα εκπτώσεων.
Her miserly landlord was reluctant to make any repairs to the run-down apartment building.
Ο τσιγκούνης σπιτονοικοκύρης της ήταν απρόθυμος να κάνει οποιεσδήποτε επισκευές στο ετοιμόρροπο κτίριο διαμερισμάτων.
Λεξικό Δέντρο
miserliness
miserly
miser



























