Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Misery
01
δυστυχία, οδύνη
great discomfort or pain
Παραδείγματα
The refugees endured years of misery in the overcrowded camp.
Οι πρόσφυγες υπέμειναν χρόνια δυστυχίας στο συνωστισμένο στρατόπεδο.
His loneliness after the divorce plunged him into deep misery.
Η μοναξιά του μετά το διαζύγιο τον έριξε σε βαθιά δυστυχία.
02
δυστυχία, βάσανο
a feeling of intense unhappiness



























