Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
overwrought
01
συναισθηματικά ταραγμένος, υπερκινητοποιημένος
emotionally distressed and worked up
Παραδείγματα
She was overwrought after receiving the bad news.
Ήταν υπερβολικά αγχωμένη αφού έλαβε τα άσχημα νέα.
His overwrought reaction to the minor setback was surprising.
Η υπερβολική του αντίδραση στο μικρό εμπόδιο ήταν εκπληκτική.
Λεξικό Δέντρο
overwrought
wrought



























