Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
overwhelmingly
01
συντριπτικά, κατακλυσμικά
in a manner that is overpowering in force, intensity, or effect
Παραδείγματα
The enemy was overwhelmingly strong.
Ο εχθρός ήταν συντριπτικά δυνατός.
She felt overwhelmingly grateful for their support.
Ένιωσε συγκλονιστικά ευγνώμων για την υποστήριξή τους.
02
κατακλυσμικά, πλειοψηφικά
for the most part or in the majority
Παραδείγματα
The proposal was overwhelmingly approved by the board.
Η πρόταση εγκρίθηκε καταφατικά από το συμβούλιο.
The audience was overwhelmingly supportive of the new policy.
Το κοινό ήταν συντριπτικά υποστηρικτικό της νέας πολιτικής.
Λεξικό Δέντρο
overwhelmingly
overwhelming
overwhelm
whelm



























