Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
overwhelmed
01
καταπονημένος, πνιγμένος
feeling stressed or burdened by a lot of tasks or emotions at once
Παραδείγματα
She felt overwhelmed by the amount of work piled up on her desk.
Αισθάνθηκε καταπονημένη από τον όγκο της δουλειάς που είχε συσσωρευτεί στο γραφείο της.
The overwhelmed mother struggled to balance her job and taking care of her children.
Η καταπονημένη μητέρα αγωνίστηκε να ισορροπήσει τη δουλειά της και τη φροντίδα των παιδιών της.
Λεξικό Δέντρο
overwhelmed
overwhelm
whelm



























