Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to overwrite
01
αντικαθιστώ, αντικαθιστώ
to replace or erase existing data or information by writing new data or information in its place
Παραδείγματα
If you save the file again, it will overwrite the previous version.
Αν αποθηκεύσετε ξανά το αρχείο, θα αντικαταστήσει την προηγούμενη έκδοση.
He accidentally overwrote the document, losing all of his changes.
Κατά λάθος αντικατέστησε το έγγραφο, χάνοντας όλες τις αλλαγές του.
Λεξικό Δέντρο
overwrite
write



























