Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mostly
01
κυρίως, κατά κύριο λόγο
in a manner that indicates the majority of something is in a certain condition or of a certain type
Παραδείγματα
The garden was mostly filled with vibrant flowers of various colors.
Ο κήπος ήταν κυρίως γεμάτος με ζωηρά λουλούδια διαφόρων χρωμάτων.
He mostly stays at home on weekends, unless there's a special event.
Μένει κυρίως στο σπίτι τα σαββατοκύριακα, εκτός αν υπάρχει κάποια ειδική εκδήλωση.
Παραδείγματα
He mostly works from home unless there's a team meeting.
Δουλεύει κυρίως από το σπίτι εκτός αν υπάρχει ομαδική συνάντηση.
They mostly arrive late, so we did n't expect them on time.
Έρχονται κυρίως αργά, οπότε δεν περιμέναμε να έρθουν εγκαίρως.



























