Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
chiefly
01
κυρίως, ειδικά
with foremost importance or focus
Παραδείγματα
The committee was formed chiefly to address rising crime rates.
Η επιτροπή σχηματίστηκε κυρίως για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη εγκληματικότητα.
She 's known chiefly for her groundbreaking research in genetics.
Είναι κυρίως γνωστή για την πρωτοποριακή της έρευνα στη γενετική.
1.1
κυρίως, κατά κύριο λόγο
used to indicate that something applies in general or in most cases
Παραδείγματα
The audience consisted chiefly of university students.
Το κοινό αποτελούνταν κυρίως από φοιτητές πανεπιστημίου.
His diet consists chiefly of vegetables and whole grains.
Η δίαιτά του αποτελείται κυρίως από λαχανικά και ολόκληρους σπόρους.
Λεξικό Δέντρο
chiefly
chief



























