chiefly
chief
ˈʧif
τσιφ
ly
li
λι
British pronunciation
/t‍ʃˈiːfli/

Ορισμός και σημασία του "chiefly"στα αγγλικά

01

κυρίως, ειδικά

with foremost importance or focus
example
Παραδείγματα
The committee was formed chiefly to address rising crime rates.
Η επιτροπή σχηματίστηκε κυρίως για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη εγκληματικότητα.
She 's known chiefly for her groundbreaking research in genetics.
Είναι κυρίως γνωστή για την πρωτοποριακή της έρευνα στη γενετική.
1.1

κυρίως, κατά κύριο λόγο

used to indicate that something applies in general or in most cases
chiefly definition and meaning
example
Παραδείγματα
The audience consisted chiefly of university students.
Το κοινό αποτελούνταν κυρίως από φοιτητές πανεπιστημίου.
His diet consists chiefly of vegetables and whole grains.
Η δίαιτά του αποτελείται κυρίως από λαχανικά και ολόκληρους σπόρους.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store