Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Chiffchaff
01
τσιφτσάφι, μικρό πτηνό τρωκτικό εντόμων
a small insect-eating bird with greenish-brown plumage and a distinctive repetitive song
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τσιφτσάφι, μικρό πτηνό τρωκτικό εντόμων