Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
generally
01
γενικά, συνήθως
in a way that is true in most cases
Παραδείγματα
The weather is generally mild in spring.
Ο καιρός είναι γενικά ήπιος την άνοιξη.
Children generally learn to walk by the age of one.
Τα παιδιά γενικά μαθαίνουν να περπατούν μέχρι την ηλικία του ενός έτους.
02
γενικά, κατά κανόνα
in broad or nonspecific terms, without focusing on details or exceptions
Παραδείγματα
He spoke generally about the company's future plans.
Μίλησε γενικά για τα μελλοντικά σχέδια της εταιρείας.
The policy is generally in favor of workers' rights.
Η πολιτική είναι γενικά υπέρ των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
03
γενικά
without distinction of one from others
Λεξικό Δέντρο
generally
general
gener



























