Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
broadly
01
ευρέως, γενικά
in a general or approximate way, without going into precise detail
Παραδείγματα
The two candidates broadly agree on most economic issues.
Οι δύο υποψήφιοι συμφωνούν ευρέως στα περισσότερα οικονομικά ζητήματα.
The proposal was broadly supported by the board.
Η πρόταση υποστηρίχθηκε ευρέως από το διοικητικό συμβούλιο.
02
ευρέως, γενικά
in a wide fashion
Λεξικό Δέντρο
broadly
broad



























