Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mainly
Παραδείγματα
The event was mainly attended by professionals from the tech industry.
Η εκδήλωση παρακολουθήθηκε κυρίως από επαγγελματίες της βιομηχανίας τεχνολογίας.
His success in the competition was mainly due to his consistent hard work and dedication.
Η επιτυχία του στον διαγωνισμό οφειλόταν κυρίως στη σταθερή σκληρή δουλειά και αφοσίωσή του.
1.1
κυρίως, κατά κύριο λόγο
most often or in most cases
Παραδείγματα
The economy of the country is mainly driven by its agricultural sector.
Η οικονομία της χώρας κυρίως οδηγείται από τον αγροτικό της τομέα.
She mainly spends her weekends hiking in the nearby mountains.
Περνάει κυρίως τα Σαββατοκύριακά της πεζοπορώντας στα κοντινά βουνά.
Λεξικό Δέντρο
mainly
main



























