Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Mote
01
σωματίδιο, κόκκος σκόνης
a tiny speck or particle, especially of dust or other matter
Παραδείγματα
The sunlight streaming through the window revealed countless motes of dust dancing in the air.
Το φως του ήλιου που έρεε μέσα από το παράθυρο αποκάλυψε αμέτρητα σκόνη σωματίδια που χόρευαν στον αέρα.
She blinked as a mote of sand blew into her eye on the windy beach.
Κλείστηκε το μάτι της όταν ένας κόκκος άμμου μπήκε στο μάτι της στην παραλία με τον άνεμο.



























