acclimate
acc
ˈæk
αικ
li
λα
mate
ˌmeɪt
μειτ
British pronunciation
/ɐklˈa‍ɪmət/

Ορισμός και σημασία του "acclimate"στα αγγλικά

to acclimate
01

προσαρμόζομαι, εγκλιματίζομαι

to adjust to a new environment or situation
example
Παραδείγματα
After moving to the city, it took her a few months to acclimate to the fast-paced lifestyle.
Μετά τη μετακόμιση στην πόλη, της πήρε μερικούς μήνες να προσαρμοστεί στον γρήγορο ρυθμό ζωής.
The training program is designed to help new employees acclimate to the company culture.
Το πρόγραμμα εκπαίδευσης έχει σχεδιαστεί για να βοηθήσει τους νέους υπαλλήλους να προσαρμοστούν στην κουλτούρα της εταιρείας.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store