Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to acclimate
01
προσαρμόζομαι, εγκλιματίζομαι
to adjust to a new environment or situation
Παραδείγματα
After moving to the city, it took her a few months to acclimate to the fast-paced lifestyle.
Μετά τη μετακόμιση στην πόλη, της πήρε μερικούς μήνες να προσαρμοστεί στον γρήγορο ρυθμό ζωής.
The training program is designed to help new employees acclimate to the company culture.
Το πρόγραμμα εκπαίδευσης έχει σχεδιαστεί για να βοηθήσει τους νέους υπαλλήλους να προσαρμοστούν στην κουλτούρα της εταιρείας.
Λεξικό Δέντρο
acclimation
acclimatize
acclimate



























