Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
acclaimed
01
αναγνωρισμένος, επικυρωμένος
highly praised or recognized for one's excellence or achievements
Παραδείγματα
The acclaimed author's latest novel received rave reviews from critics.
Το τελευταίο μυθιστόρημα του αναγνωρισμένου συγγραφέα έλαβε θερμές κριτικές.
She is an acclaimed actress, known for her powerful performances on stage and screen.
Είναι μια αναγνωρισμένη ηθοποιός, γνωστή για τις ισχυρές της ερμηνείες στη σκηνή και στην οθόνη.
Λεξικό Δέντρο
acclaimed
acclaim



























