Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
modestly
Παραδείγματα
She modestly accepted the award without drawing attention to herself.
Αυτή μεταξύ δέχτηκε το βραβείο χωρίς να τραβήξει την προσοχή στον εαυτό της.
He modestly credited the team for the project's success.
Αυτός μεταξία απέδωσε την επιτυχία του έργου στην ομάδα.
02
μετριοπαθώς, με μέτρο
to a limited, moderate, or not excessive degree
Παραδείγματα
The company 's revenue increased modestly last quarter.
Τα έσοδα της εταιρείας αυξήθηκαν μετριοπαθώς το προηγούμενο τρίμηνο.
Their expectations were modestly adjusted based on early results.
Οι προσδοκίες τους προσαρμόστηκαν μετριοπαθώς με βάση τα πρώτα αποτελέσματα.
Παραδείγματα
They lived modestly in a small countryside home.
Ζούσαν μετρημένα σε ένα μικρό εξοχικό σπίτι.
The room was modestly decorated with a few family photos.
Το δωμάτιο ήταν μετρίως διακοσμημένο με μερικές οικογενειακές φωτογραφίες.
03
μετριοπαθώς
in a manner that avoids revealing the body or attracting sexual attention
Παραδείγματα
She dressed modestly out of personal conviction, not social pressure.
Ντυνόταν μετρημένα από προσωπική πεποίθηση, όχι από κοινωνική πίεση.
At the religious ceremony, all attendees were required to dress modestly.
Στην θρησκευτική τελετή, όλοι οι παρευρισκόμενοι έπρεπε να ντύνονται σεμνά.
Λεξικό Δέντρο
immodestly
modestly
modest



























