Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Modernity
01
μοντέρνο, σύγχρονο
the quality of being up-to-date or related to recent times, especially in culture, technology, or ideas
Παραδείγματα
The artist ’s work reflects the modernity of the 21st century, blending technology with traditional techniques.
Το έργο του καλλιτέχνη αντικατοπτρίζει τη σύγχρονη εποχή του 21ου αιώνα, συνδυάζοντας τεχνολογία με παραδοσιακές τεχνικές.
The rapid growth of digital communication is a defining feature of modernity in the modern age.
Η ταχεία ανάπτυξη της ψηφιακής επικοινωνίας είναι ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό της μοντέρνας στη σύγχρονη εποχή.
Λεξικό Δέντρο
modernity
modern



























