Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
modern-day
01
σύγχρονος, μοντέρνος
of or belonging to the present time
Παραδείγματα
Modern-day technology has changed how people communicate.
Η σύγχρονη τεχνολογία έχει αλλάξει τον τρόπο που επικοινωνούν οι άνθρωποι.
The novel explores modern-day social issues.
Το μυθιστόρημα εξερευνά σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα.



























