Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Middling
01
μεσαίος, ενδιάμεση ποιότητα
any commodity of intermediate quality or size (especially when coarse particles of ground wheat are mixed with bran)
middling
Παραδείγματα
The meal was middling satisfying, nothing special, but not bad.
Το γεύμα ήταν μέτρια ικανοποιητικό, τίποτα σπέσιαλ, αλλά όχι κακό.
She was middling interested in the idea but did n't commit either way.
Είχε μέτρια ενδιαφέρον για την ιδέα αλλά δεν δεσμεύτηκε με κανέναν τρόπο.
middling
01
μέτριος, μετριότατος
lacking exceptional quality or ability
Λεξικό Δέντρο
middling
middle



























