Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
moderately
Παραδείγματα
The new policy was moderately effective in reducing energy use.
Η νέα πολιτική ήταν μέτρια αποτελεσματική στη μείωση της χρήσης ενέργειας.
His performance in the final exam was moderately good.
Η απόδοσή του στην τελική εξέταση ήταν μέτρια καλή.
1.1
μετριοπαθώς, μέτρια
in a way that is even, avoiding extremes
Παραδείγματα
He eats moderately, avoiding both indulgence and strict dieting.
Τρώει με μέτρο, αποφεύγοντας τόσο την αδιακρισία όσο και τις αυστηρές δίαιτες.
The temperature dropped moderately overnight.
Η θερμοκρασία έπεσε μέτρια κατά τη διάρκεια της νύχτας.
1.2
μέτρια, εντός λογικών ορίων
within reasonable or average limits, especially in terms of cost or size
Παραδείγματα
The restaurant is moderately priced, perfect for a casual dinner.
Το εστιατόριο είναι μέτρια τιμολογημένο, ιδανικό για ένα χαλαρό δείπνο.
All the items on the menu are moderately portioned.
Όλα τα στοιχεία στο μενού είναι μέτρια μεριτισμένα.
Λεξικό Δέντρο
immoderately
moderately
moderate



























