Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Modicum
01
ελάχιστο, μικρή ποσότητα
a relatively small degree of a good and desirable thing
Παραδείγματα
She showed a modicum of patience while waiting for the results.
Επέδειξε μια μικρή υπομονή ενώ περίμενε τα αποτελέσματα.
The restaurant offers a modicum of charm, but the service could be improved.
Το εστιατόριο προσφέρει μια μικρή γοητεία, αλλά η εξυπηρέτηση θα μπορούσε να βελτιωθεί.



























