Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
materially
01
υλικά, σημαντικά
to a significant or considerable extent, in a way that notably affects a situation or outcome
Παραδείγματα
Their delay did not materially change the outcome of the meeting.
Η καθυστέρησή τους δεν άλλαξε ουσιαστικά το αποτέλεσμα της συνάντησης.
The witness 's testimony failed to materially support the prosecution's case.
Η κατάθεση του μάρτυρα απέτυχε να υποστηρίξει ουσιαστικά την υπόθεση της δίωξης.
02
υλικά, σε σχέση με τα υλικά πράγματα
in relation to material things, physical realities, or tangible conditions
Παραδείγματα
They were materially poor but rich in spirit.
Ήταν υλικά φτωχοί αλλά πλούσιοι πνευματικά.
He is materially well-off, but emotionally distant.
Είναι υλικά καλά, αλλά συναισθηματικά απομακρυσμένος.
2.1
υλικά, από άποψη ύλης
in terms of matter or substance rather than form or essence
Παραδείγματα
The statue is materially bronze, though its meaning lies in its symbolism.
Το άγαλμα είναι υλικά από μπρούντζο, αν και το νόημά του βρίσκεται στον συμβολισμό του.
In Aristotle 's theory, the object is materially wood but formally a table.
Στη θεωρία του Αριστοτέλη, το αντικείμενο είναι υλικά ξύλο αλλά τυπικά ένα τραπέζι.
Λεξικό Δέντρο
materially
material



























