Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ingratiating
01
κολακευτικός, θωπευτικός
calculated to please or gain favor
Παραδείγματα
His ingratiating tone made her doubt his sincerity.
Ο κολακευτικός τόνος του την έκανε να αμφισβητήσει την ειλικρίνειά του.
She was wary of his ingratiating compliments, sensing they were more about manipulation than admiration.
Ήταν επιφυλακτική για τα κολακευτικά κομπλιμέντα του, αισθανόμενη ότι αφορούσαν περισσότερο χειραγώγηση παρά θαυμασμό.
Λεξικό Δέντρο
ingratiatingly
ingratiating
ingratiate
ingrati



























