LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ingurgitate
/ɪnɡˈɜːdʒɪtˌeɪt/
/ɪnɡˈɜːdʒᵻtˌeɪt/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "ingurgitate"
to ingurgitate
ΡΉΜΑ
01
αναρριχώνω
overeat or eat immodestly; make a pig of oneself
binge
englut
engorge
glut
gorge
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App