Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
smarmy
01
κολακευτικός, υποκριτικός
excessively flattering or ingratiating in a way that seems insincere
Παραδείγματα
His smarmy comments during the meeting made everyone uncomfortable, as they felt forced.
Τα κολακευτικά σχόλιά του κατά τη διάρκεια της συνάντησης έκαναν όλους να νιώθουν άβολα, καθώς φαίνονταν αναγκαστικά.
She found the salesman ’s smarmy approach off-putting, as it seemed disingenuous.
Βρήκε την κολακευτική προσέγγιση του πωλητή αποκρουστική, καθώς φαινόταν ανειλικρινής.
Λεξικό Δέντρο
smarminess
smarmy
smarm



























